- πλουτογαθης
- πλουτογαθήςπλουτογᾱθής2дор. = * πλουτογηθής См. πλουτογηθης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλουτογαθής — και πλουταγαθής, ές, Α 1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη 2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + γᾱθής / γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι γαθής, πολυ γαθής] … Dictionary of Greek
πλουτογαθῆ — πλουτογᾱθῆ , πλουτογαθής delighting by neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλουτογᾱθῆ , πλουτογαθής delighting by masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλουτογᾱθῆ , πλουτογαθής delighting by masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήθος — γῆθος, το (Α) γηθοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής,… … Dictionary of Greek
πλουταγαθής — ές, Α (δ. ανάγν.) βλ. πλουτογαθής … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek